Αν η θλιμμένη αξιοπρέπεια είχε όνομα...
Γράφτηκε απο Hank στις 09:09 | 05-07-2012
Ήταν παιδιά, τα περισσότερα με φακίδες και κόκκινο σβέρκο, και έβλεπα με συμπάθεια τον αθώο ενθουσιασμό τους καθώς αφηγούνταν όσα έζησαν στο πρώτο τους μεγάλο ταξίδι.
Θήτευαν στον 6ο Στόλο, και μόλις είχαν γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι στη Μεσόγειο.
Τη λέγανε Καιτη. Ήταν η μεγαλύτερη από τα κορίτσια του μπαρ, και ήταν κάτι σαν μάνα, ή σαν αρχηγός των υπολοίπων.
Ήταν πια σίγουρο. Τόσο, όσο και το ότι εγώ είμαι ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών: Την Καίτη, και τη θλιμμένη της αξιοπρέπεια, έπρεπε να τις γνωρίσω.
Ίσως τη θλιμμένης της αξιοπρέπεια, λίγο περισσότερο..
Kάποτε, είχα βρεθεί για κάμποσους μήνες στη Φιλαδέλφεια.
Κάθε βράδυ σχεδόν, εκτός από κεινα που δε μπορούσα να περπατήσω απ’ το μεθύσι, τα 'πινα σε ένα μπαρ κοντά στο λιμάνι, στον "Πελεκάνο".
Σύχναζε κόσμος που μου άρεσε να πίνω μαζι τους, άνθρωποι που στα πρόσωπό τους διάβαζες ιστορίες απ’ την τσαλακωμένη τους ζωή.
Τις τελευταίες μέρες, εκεί σύχναζαν και κάτι ναυτάκια, που στην αρχή με εκνεύριζαν με τους χαζούς μπερέδες, τα άσπρα τους ρουχαλάκια και τα ατέλειωτα χαχανα τους. Μετά όμως τα συμπάθησα, και μερικές φορές τα κέρασα και κάτι μπύρες.
Ήταν παιδιά, τα περισσότερα με φακίδες και κόκκινο σβέρκο, και έβλεπα με συμπάθεια τον αθώο ενθουσιασμό τους καθώς αφηγούνταν όσα έζησαν στο πρώτο τους μεγάλο ταξίδι.
Θήτευαν στον 6ο Στόλο, και μόλις είχαν γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι στη Μεσόγειο.
Πιο πολύ, συμπαθούσα έναν με στρογγυλό πρόσωπο, που αν δεν πρόσεχες καλά, νόμιζες πως δεν είχε σβέρκο. Μου φαίνονταν ο πιο αθώος από όλους.
Ένα βράδυ μου λεγε για μια ιστορία στον Πειραιά, το μεγάλο λιμάνι της Ελλάδας. Στην αφήγησή του διέκρινα μια θλίψη, ήταν προφανές πως εκεί είχε ζήσει τον πρώτο του μεγάλο έρωτα.
Τη λέγανε Καιτη. Ήταν η μεγαλύτερη από τα κορίτσια του μπαρ, και ήταν κάτι σαν μάνα, ή σαν αρχηγός των υπολοίπων.
Μόλις μπήκε στο μπαράκι, εκείνη τον κάρφωσε στα μάτια.
Τον κάλεσε να κάτσει δίπλα της, στο σκαμπό του μπαρ. Κάποιος, ευφυώς, τα αποκαλεί "θρόνους της μοναξιάς".
Στην αρχή, με ντροπή παραδέχτηκε πως δεν κοίταζε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα βυζιά της, όλο λαχτάρα. Το οποία εκτός από ότι έδειχναν μεγάλα, αυτά που έντεχνα άφηνε να φανούν, υπόσχονταν ακόμα περισσότερα.
Αλλά εκείνο το βράδυ, η Καίτη ήταν θλιμμένη. Ήθελε κάποιον να αποθέσει πάνω του τη θλίψη της, πριν αποθέσουν άλλοι οτιδήποτε πάνω της.
Άρχισε να του μιλάει για τα ανέμελα νιάτα της, στις αριστοκρατικές συνοικίες της Αθήνας. Γεννημα-θρέμμα Κολονακιώτισσα, εκπεσσουσα αριστοκράτισσα, ένιωθε μια γλυκια νοσταλγία για κεινη την εποχη.
Του λεγε λοιπόν για το πως έφτασε εδώ, σχεδόν σαράντα, έχοντας δική της "επιχείρηση" κάπου στο κέντρο της Αθήνας, να νταντεύει ένα τσούρμο άμυαλα κοριτσόπουλα.
Του λεγε λοιπόν για το πως έφτασε εδώ, σχεδόν σαράντα, έχοντας δική της "επιχείρηση" κάπου στο κέντρο της Αθήνας, να νταντεύει ένα τσούρμο άμυαλα κοριτσόπουλα.
Για τις δυσκολίες της δουλειάς. Για το πόσες στοιβάζονται σε ένα ταξί κάθε μέρα, για να κατέβουν στον Πειραιά. Για την χαρά και τις προσδοκίες όταν μάθουν πως θα έρθει ο Στόλος.
Ήταν πια σίγουρο. Τόσο, όσο και το ότι εγώ είμαι ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών: Την Καίτη, και τη θλιμμένη της αξιοπρέπεια, έπρεπε να τις γνωρίσω.
Ίσως τη θλιμμένης της αξιοπρέπεια, λίγο περισσότερο..
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Σχόλια
Ρε συ Χάνκη !
Είχα κι εγώ μνια γκόμενα που τηνε λαλούσανε Καίτη ρε !
Στο επάγγελμα ήτονε κορδελιάστρα !Αλλά στο κρεβάτι ήτονε κσεθυμάστρα...Νάναι καλά η Καιτούλα ρε φίλε...Κι έμενε και πίσω από τα μέρη του Χίλτωνος !Κι ο αδερφός της ήτονε ένας από τις αρχηγάτζες της Πόρτας 13...Κάτσε να δεις πώς τονε λαλούσανε μωρέ...
Τέσπα...άστο...όνομα και μη χωριό...
εγω νομιζα οτι η θλιψη της καιτουλας οφειλοταν σε καμια τριουρα που ειχε αρπαξει ο βαζελος...
Μπρος στα κάλλη, τι 'ν' οι τριουρες...