Υπάρχουν τα διαβάσματα, οι ταινίες, οι μουσικές... Πολλοί άνθρωποι ανζητούν εκεί περιπέτειες, και ίσως όχι μάταια. Όμως, αυτός που εφεξής θα τον λέω "Φαντομά" δεν ήταν από αυτούς τους ανθρώπους. Ελόγου του ήταν από τους άλλους, δηλαδή εκείνους στους οποίους τα βιβλία και οι ταινίες και τα υπόλοιπα αναζητούν το υλικό τους. Τι να πω γι' αυτόν τον άνθρωπο; Και οι υπερβολές λίγες θα ήταν. Δεν λέω τίποτε.
Καλοκαίρι 1987. Ραντεβού στην κεντρική πλατεία της Μαδρίτης, τάδε του μήνα, το βραδάκι. Αρκετά με το Περιβολάκι και τη Μέμου, πρέπει να πάει και παραέξω η χάρη μας.
-Πώς θα βρεθούμε, ρε μαλάκα; Χίλιες πλατείες θα έχει η Μαδρίτη...
-Θα ρωτήσετε σε ποια σκάει το τρένο.
-Κι άμα σκάνε χίλια τρένα; Σιγά μη σε βρούμε...
-Θα σας βρω εγώ.
Και τους βρήκε. Εκείνοι ήταν απ’ την Αμφιάλη, δύο Άγγελοι κι ένας Δημήτρης. Είχαν ενώσει τις οικονομίες τους και καλύφθηκε, έστω και με τα χίλια ζόρια, μια εβδομάδα στην Ισπανία. Ο Φαντομάς θα πήγαινε τρεις μέρες αργότερα, χωρίς οικονομίες. Και τους βρήκε. Μόλις ξεμπούμπαρε απ’ το τρένο τούς είδε όρθιους να κοιτάνε ολόγυρα, καθόλου βέβαιοι ότι θα τους έβρισκε. Αλλά τους βρήκε. Μ’ έναν περίεργο τρόπο αυτός που, αν ήθελε να κρυφτεί, δεν τον έβρισκε ποτέ κανείς, αυτός ο ίδιος έβρισκε τους πάντες όπου κι αν είχαν κρυφτεί...
-Έλα μωρή ρουφιάνα Νικαιάρα! Έτοιμοι ήμασταν να την κάνουμε. Λέγαμε, δεν θα ’ρθεις τελικά. Πώς μας βρήκες, ρε σκύλε;
-Μύρισα τη γαυρίλα.
-Πάμε στο ξενοδοχείο, να κοιμηθείς.
-Κοιμήθηκα στο τρένο. Δεν ήρθαμε για να κοιμηθούμε εδώ.
Για δυο μέρες δεν κοιμήθηκαν. Έκαναν ό,τι άλλο μπορεί κανείς να κάνει, αλλά δεν κοιμήθηκαν. Ο Φαντομάς, που πήγε στη Μαδρίτη τελευταίος, θα έφευγε από εκεί πρώτος, αφού πρώτο άδειασε το δικό του πορτοφόλι. Δυο μέρες ήταν όλη κι όλη η ιστορία. Την τρίτη μέρα ξαναπήρε το τρένο, για πίσω αυτή τη φορά.
Όταν κοιμάσαι, δεν πεινάς. Κάτι παραπάνω από δύο εικοσιτετράωρα αγρύπνιας σε βοηθούν, το δίχως άλλο, να κοιμηθείς και άρα να μην πεινάσεις. Αλλά, μόλις χορτάσεις ύπνο, μετά πρέπει και να χορτάσεις. Έτσι πάνε αυτά. Στη Θεσσαλονίκη το πρόγραμμα είχε αλλαγή τρένου. Στον χρόνο που μεσολάβησε, ο Φαντομάς βρήκε μια καντίνα και την πλησίασε χωρίς κανέναν δισταγμό. Για την ακρίβεια, ο Φαντομάς δεν ήξερε τι ήταν αυτό που οι άνθρωποι το λένε «δισταγμό». Παραθέτω ad litteram τη στιχομυθία που είχε με τον καντινιέρη:
-Φίλε, δεν έχω δεκάρα τσακιστή. Έχω ένα marlboro κι έχω κάνει τα μισά. Να στα δώσω να μου κάνεις ένα σάντουιτς;
-Από πού είσαι;
-Απ’ τον Πειραιά.
-Ερυθρόλευκος;
-Αρρωστάκι.
-Πότε θα ’ρθείτε Τούμπα, ρε;
-Όταν έρθετε Καραϊσκάκη. Θα μου κάνεις το σάντουιτς ή να πάω σ’ άλλονε;
-Θα στο κάνω, ρε μάγκα. Και κράτα τα τσιγάρα σου.
Τεράστιο λάθος. Όταν το στομάχι είναι άδειο, καλύτερα να το αφήνεις άδειο, για να συνηθίσει την αδειοσύνη. Άμα του δώσεις ένα σάντουιτς, ίσα ίσα για να θυμηθεί τη χαρά, μετά το μαρτύριο οξύνεται. Νόμος.
Στον Πλαταμώνα μπήκε ένα κύριος πολύ καθώς πρέπει. Σκαρπινάκια, κουστουμάκι, γραβατίτσα, τσαντούλα δερμάτινη, μέγκλα. Αν μπορούσε θα πήγαινε σίγουρα να κάτσει αλλού, αλλά το βαγόνι γεμάτο, και μόνο διαθέσιμο κάθισμα αυτό απέναντι απ’ τον μαλλιά με τα τατού. Φαινομενικώς τουλάχιστον, εντελώς αταίριαστοι οι συνταξιδιώτες. Κι από πού είσαι κι από πού είμαι και τι κάνεις και πώς τα περνάς και από πού επιστρέφεις και πώς τα πέρασες... Γιατρός ο τύπος, καθ’ όλα συμπαθής. Αλλά κι η τσαντούλα η δερμάτινη ακόμη πιο συμπαθεστεροτέρα. Και το στομάχι του Φαντομά αγριεμένο μέχρι λύσσας. Μάχη σκληρή, ντουφεκίδια, όλμοι, βόμβες, οβίδες, κανόνια, πέφτανε κορμιά... Στο ένα στρατόπεδο συνείδηση, φιλότιμο, μπέσα, αρχές, ντροπή, ένα σωρό κόσμος. Στο άλλο στρατόπεδο ένας αλλά λέων, και πεινασμένος – το στομάχι. Τελικά ο γιατρός το έκανε το σφάλμα. Σε κάποιο σταθμό πήγε εκεί όπου κι ο βασιλιάς πάει μόνος. Κι έμεινε μόνος ο Φαντομάς. Και μόνη κι η τσαντούλα η δερμάτινη.
Ήταν η ώρα να καταλάβει κι ο Φαντομάς τι τέλος πάντων ήταν αυτό που οι άνθρωποι το λένε «δισταγμό». Μέσα στην τσαντούλα το πορτοφόλι, και μέσα στο πορτοφόλι τα χηνόπουλα, και μέσα στα χηνόπουλα νααα κάτι σουβλάκαροι... Ακολούθησαν οι ευκολομάντευτες προσπάθειες αυτοαπενοχοποίησης: «σιγά μην του λείψει μια χήνα, γιατρός άνθρωπος», «ούτε που θα το καταλάβει», «κι όλα να τα πάρω, πάλι δεν θα καταλάβει», «μήπως να του τα ζητήσω στα ίσα;» Και τότε την είδε. Μια μικρή φωτογραφία, σε μέγεθος πιστωτικής κάρτας. Ο γιατρός με μια όμορφη, και ανάμεσά τους ένα αγοράκι μελαχρινό με την φανέλα του Θρύλου και μια μπάλα στα χέρια. Τέλος η μάχη, τα σπαθιά στις θήκες τους και ειρήνη στον κόσμο. Με μιας έφυγαν οι σουβλάκαροι απ’ τα χηνόπουλα, γύρισαν τα χηνόπουλα στο πορτοφόλι, γύρισε το πορτοφόλι στην τσαντούλα τη δερμάτινη, γύρισε κι ο γιατρός απ’ το μέρος που κι ο βασιλιάς πάει μόνος. Δεν ξαναέκατσε στη θέση του. Του το ’πε όρθιος: «Φίλε, να τσιμπήσουμε τίποτε; Κερνάω».
Από εκεί και μετά η συζήτηση μπαστακώθηκε στον Θρύλο. Πουθενά αλλού δεν πήγε. Ο ένας συνομιλητής «ζήλευε» τον άλλον. Ο Φαντομάς ζήλευε τον γιατρό, γιατί ήταν γιατρός. Γιατί μπορούσε να ταξιδεύει όπου ήθελε, χωρίς να ξεμένει. Γιατί είχε μια όμορφη γυναίκα κι ένα εξίσου όμορφο παιδί. Γιατί έβγαζε μια ευγένεια, μια φινέτσα, που δεν την έλεγες «φλωριά». Όμως κι ο γιατρός ζήλευε τον Φαντομά. Οι σπουδές και τα διαβάσματα τον είχαν αναγκάσει να αρκείται στις εσωτερικές περιπέτειες, τις ασφαλείς και τις ακίνδυνες, που ίσως μόνο καταχρηστικά τις λένε κι αυτές περιπέτειες. Τώρα είχε μπροστά του ένα σκυλί μαύρο και –η μισή ντροπή δική του, η άλλη μισή πάλι δική του- τού άρεσε να ακούει εκείνα τα: «τους τρέχαμε γύρω γύρω απ’ το γήπεδό τους», «τους πετάξαμε απέναντι, στα θεμέλια τότε του Άρειου Πάγου», «τους ρίξαμε στη θάλασσα και δεν τους αφήναμε να βγούνε», «τους βάλαμε στη 13 χωρίς εισιτήρια και βαράγανε ο ένας τον άλλο ποιος θα μπει πρώτος», «τους φερμάραμε ό,τι κουβαλούσαν», «τους βάζαμε να βλαστημάνε την ομάδα τους για να σταματήσει το σοπάκι». Ιστορίες για αγρίους...
Χώρισαν στον σταθμό Λαρίσης.
-Γεια σου, φίλε Φαντομά. Ευχαριστώ για την παρέα, και να προσέχεις, ρε...
-Γεια σου, γιατράρα μου. Και να το ξέρεις: «ο Θρύλος σέσωκέ σε»...
-Τ’ είπες;
-Τίποτα.
Σχόλια
Δεν θα πρωτοτυπησω και για πολλοστη φορα θα αρκεστω στο να τονισω το ποσο υπεροχα κειμενα γραφεις και να επιμεινω στο να το κανεις συχνα φιλε...
Η ιστορια σου επισης αποδυκνιει περιτρανα το οτι μπορουν να μας χωριζουν πολλα με καποιος ανθρωπους σε κοινωνικο,οικονομικο,μορφωτικο,πολιτικο κτλ επιπεδο αλλα η κοινη και ισοβια αγαπη στον θρυλο μας,υπερισχυει σε ολα αυτα...
Γαμάτο κείμενο ΚΑΙ αυτό.
Υπέροχο, και με την απαραίτητη λεπτή τσιφορίσια πνοή (όσο χρειάζεται). Me gusta mucho, που θα έλεγαν και στην Ισπανία...
Νῦν ἀπολύεις τὸν ἀναρτησιογράφο σου, ἱστότοπε.
φιλε ΝΗΣΙΕ , γραφεις για ΜΑΔΡΙΤΗ.. 1987..θυμισε μου ,παιξαμε τότες εκει ειτε τα παιδία " τουριστεύανε " ?? Ελπίζω να μου συγχωρέσεις την νεοελληνική αρλούμπα χαχα
Τουριστεύανε.
Ωραίες ιστορίες ρε φίλε μας διηγείσαι και λέω και γιά την προηγούμενη που δεν την σχολίασα. Ιστορίες που κάνουν τον καθένα μας να ταυτίζεται, να συγκινείται και να χαίρεται μαζί. Εγώ όποτε βλέπω ότι έχεις γράψει μπαίνω να διαβάσω και να ταξιδέψω στα αξέχαστα εκείνα χρόνια. Νάσαι καλά.
Τα νέα παιδιά, φίλε jorge, είναι δύσκολο να τα πιστέψουν όλα αυτά, και με το δίκιο τους. Αλλά εσύ ξέρω ότι τα πιστεύεις, γιατί σε πολλά ήσουν παρών. Μετά από δεκαετίες, ίσως οι σημερινοί εικοσάρηδες θα θυμούνται το facebook σαν κάτι πρωτόγονο (τότε θα έχει βρεθεί κάτι καινούργιο) και θα αναπολούν τα δικά τους νιάτα, και ελάχιστοι θα τους πιστεύουν. Ο καθένας θεωρεί ότι η δική του εποχή ήταν η καλύτερη, ανθρώπινο είναι. Ο χρόνος σε κάνει να ξεχνάς τα στενόχωρα και να κρατάς τα ωραία.
Ε οχι και μυριζε γαυριλα απο την καταπρασινη Νικαια, που 7 στα 10 πιτσιρικια ειναι Παναθηναικοι ρε Νικο. Αυτα μας λενε οι βαζελοι κι εγω τους πιστευω, γιατι αποδεδειγμενα δεν ειναι ψευτες.
Δύο ήταν στη Νίκαια, οι Ιταλίδες αδερφές, κι άλλη μία στου Ρέντη. Οι Νικαιώτισσες ήταν ασφαλείς λόγω συγγενικού κονέξιου και η Ρεντιώτισσα ήταν ασφαλής γιατί δεν την ήξερε η μάνα της. Το "ασφαλείς" μην το πάρεις τοις μετρητοίς, αλλά ας μην πούμε άλλα και ρίξουμε το επίπεδο.
Αυτόν τον γιατρό, τον ξέρω... Είχαμε κάνει ειδικότητα μαζί στο Λαϊκό πριν από 41 τόσα χρόνια... Στις εφημερίες, τις ώρες που ξαποσταίναμε από τη...λάτρα κι οι άρρωστοι κοιμόντουσαν τακτοποιημένοι ήσυχα στα κρεβάτια τους, αργά τα βράδια, όλο με σουβλάκια και γαυροσυζήτηση για τον ΘΡΥΛΟ την περνάγαμε στο απέναντι ταβερνάκι... Με τις άσπρες μπλούζες και τον Καζαντζίδη απ΄το τζουκ-μποξ, κάτω απ΄την κληματαριά...
Υ.Γ. ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ...
Και ποιος σου είπε ότι τα παραπάνω δεν είναι; Πήγαινε στην ανάρτησή σου, να μην τα ξαναλέω.
Για το δικό μου είπα. Το δικό σου, ούτε μου πέρασε απ΄το μυαλό ότι μπορεί να ΜΗΝ ήταν...
ΠΗΓΑ.
Έχω αρχίσει να πιστεύω ότι είσαι νάρκισσος, και γράφεις για να δέχεσαι συνέχεια συγχαρητήρια. Τα αξίζεις πάντως. Το πρώτο, αστείο. Το δεύτερο, σοβαρό.
Ωραία πάσα μου έδωσες, φίλε, να πω κατιτίς που θέλω. Κατ'αρχάς να σου δώσω κι εγώ συγχαρητήρια για την αρτιότατη και κατατοπιστικότατη κειμενάρα που χάρισες τις προάλλες στο site.
Το, έστω ηλεκτρονικό, τακτ επιτάσσει να ευχαριστώ έναν έναν τους φίλους που τυχαίνει να βλέπουν και να σχολιάζουν επαινετικά τούτα που γράφω. Είναι ένα είδος σεβασμού, ηλεκτρονικού μεν αλλά σεβασμού, προς τους σχολιαστές. Επειδή, όμως, είναι και λίγο, δηλαδή πολύ, καραγκιοζέ να τους ευχαριστώ όλους, λες και έκανα τίποτε σπουδαίο και δέχομαι συχαρίκια, τους ευχαριστώ όλους μονομιάς. Να' στε όλοι καλά και μακάρι να βρούμε όλοι μας όση δύναμη, όση σύνεση, κι όσο κουράγιο χρειάζεται να βρούμε, για να βγούμε σώοι απ' την τρικυμία που ταλαιπωρεί τον τόπο μας.
σόρρυ για τον "διάλογο" (αρχίζω και τελειώνω εδώ, ξέρω ότι δεν είναι τσατ το άρθρο και τα σχόλια), απλά εγώ δεν έκανα κάτι, ήταν ένα κείμενο σχεδόν δουλειάς, όχι καρδιάς, όπως θα ήθελα να κάνω γοα τον θρύλο
εσύ από την άλλη, είσαι αξιοπρεπέστατος σε όλα σου, ακόμη και στο μεγαλείο μιας συγκίνησης, να είσαι καλά