Ο,ΤΙ ΝΑ 'ΝΑΙ
Γράφτηκε απο nissios στις 13:39 | 29-07-2015
Ο τίτλος του κειμενακίου γυρεύει να μετριάσει με μια ένεση ταπεινότητας την όποια επιτήδευση της γλώσσας και του περιεχομένου του. Το διευκρινίζουμε, πάντως, ότι και λαϊκά παιδιά είμαστε και βιβλία διαβάζουμε˙ δεν είναι ασύμβατα πράγματα αυτά.
Για τα πνευματικά και εν γένει πολιτισμικά ύψη στα οποία έφθασαν οι μακρινοί μας πρόγονοι έχουν χυθεί ωκεανοί μελάνης και η δική μας σταγόνα δεν θα προσέθετε τίποτε ουσιαστικό. Από τα τόσα και τόσα κληροδοτήματα των αρχαίων Ελλήνων στον οικουμενικό πολιτισμό εμείς θα σταθούμε μόνο σε ένα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι αρχαίοι γνώριζαν πολύ καλά ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του φίλερις, ανταγωνιστικός, φιλόνικος. Αγαπά το «ἀγωνίζεσθαι». Επιθυμεί να αίρεται σε μια στάθμη ανώτερη από εκείνη των άλλων, να διακρίνεται, να υπερέχει, να αποκομίζει αυτός περισσότερη δόξα απ’ τους άλλους, περισσότερο πλούτο απ’ τους άλλους, περισσότερη δύναμη, περισσότερη αναγνώριση, περισσότερη τιμή απ’ τους άλλους. Γνώριζαν, επιπλέον, ότι σε έναν κόσμο πολιτικά οργανωμένο σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους πόλεις-κράτη ο σπινθήρας που θα μπορούσε να πυροδοτήσει εντάσεις και ταραχές δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθεί. Ο πανελλήνιος θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων ζητούσε να προλάβει ακριβώς αυτήν την ανεπιθύμητη πιθανότητα. Όπως το φράγμα παρεμβαίνει στη φυσική ροή του ποταμού και στρέφει το νερό προς την επιθυμητή κατεύθυνση, έτσι και οι αγώνες φιλοδοξούσαν να παράσχουν στις φιλόνικες τάσεις των Ελλήνων μια κατά το δυνατόν ανώδυνη εκτόνωση. Το περιλάλητο «εὖ ἀγωνίζεσθαι» δεν ήταν τίποτε το υπερβολικά θεωρητικό, το ασαφές ή το αφηρημένο. Ήταν, απλώς, ένα φράγμα. Κάτι ακόμη: Oι αρχαίοι είχαν πλήρη συνείδηση του ότι, για να είναι κανείς υπέροχος, δηλαδή να υπερέχει έναντι των άλλων, πρέπει κατ’ ανάγκην να υπάρχουν οι άλλοι ˙ για να υπάρξει νικητής, πρέπει κατ’ ανάγκην να υπάρχει ο ηττημένος. Το «αἰὲν ἀριστεύειν» του Ομήρου θα ήταν από κάθε άποψη μετέωρο, αν δεν συνοδευόταν απ’ το «καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων». Και σε αντίθεση με τους Αμερικανούς του τώρα, που με κυνισμό διακηρύττουν ότι «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα», οι Έλληνες του τότε γνώριζαν και αναγνώριζαν ότι και ο δεύτερος είναι άνθρωπος, και μάλιστα όρος sine qua non για την υπεροχή του υπέροχου πρώτου. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, λοιπόν, δεν ήταν άλλο παρά η μεταφορά στην πράξη της ιδανικής εκείνης κατάστασης όπου κανείς μπορούσε να υπερέχει, να δοξάζεται, να επαινείται, χωρίς οι αντίπαλοί του να πνίγονται στο αίμα ή να βυθίζονται στην καταισχύνη και την ατίμωση. Εκείνοι που πρώτοι θέσπισαν τις αθλητικές εκδηλώσεις της Ολυμπίας δεν επιδίωξαν να εκριζώσουν απ’ τη φύση του ανθρώπου, και δη του Έλληνα, το «ἀγωνίζεσθαι», αφού, το ρημάδι, δεν εκριζώνεται απ’ τη γονιδιακή μας κατασκευή, αλλά προσπάθησαν να το κοσμήσουν με εκείνο το «εὖ». Ήταν σαν να φωνάζουν οι αθλοθέτες προς τους απανταχού Έλληνες: «Λύστε τις διαφορές σας στον στίβο, το σκάμμα και την παλαίστρα, και μάλιστα γυμνοί. Όχι στο μέτωπο και οπλισμένοι. Βγάλτε τα μάτια σας αλλά μην...τυφλωθείτε!»
Βέβαια, στο τέλος λίγα πράγματα κατάφεραν και οι παλιοί μας ομοεθνείς. Οι «ολυμπιάδες», δηλαδή τα τετραετή μεσοδιαστήματα μεταξύ των Ολυμπιακών Αγώνων, αποδείχθηκαν στην πράξη υπερβολικά εκτεταμένες χρονικές περίοδοι για την υπομονή της φυλής, και το ελληνικό φιλόνικο δεν μπορούσε να περιμένει. Ο ελληνικός κόσμος δοκίμασε πάμπολλες εμφύλιες συγκρούσεις και, σειόμενος από κραδασμούς εσωτερικών ως επί το πολύ αιτίων, κατέρρευσε, παραδίδοντας τη σκυτάλη στους επόμενους δυνατούς, πλην όχι ακόμη προσβεβλημένους απ’ τον ιό της μωροφιλοδοξίας, που επέπρωτο να είναι οι Ρωμαίοι. Στο σημείο αυτό θα προσαρμόσουμε τη γλώσσα μας στο συζητούμενο θέμα και θα μεταχειριστούμε τη μητσάρειο ιδιόλεκτο, η οποία κρίνεται για εδώ η πλέον κατάλληλη.
Το λεπό, οι Ρωμνιανοί ήσαντε μικροκάφκαλοι και δε μπόραγε να τα χωρέψει η μνυαλοθήκη τους αφτούνα τα εφ αγωνιζόστε και τα τοιάφτα που λέανε οι Έλληνοι ... Ελόου τους μπουκέρνανε στο Κολοσσαίο σαρδεληδόν και το κσεκαθαρέβανε του μονομάχου ασκαρδαμυχτί κι ασάλιωτα: «Φίλος, άμανε σε πχιάνει σεβαζμός για τους αντιπάλοι, το γκουβαδίσκο σου και σ’ άλληνε παραλία, ρε λαμόγιο..., κατά προτίμεπσις ελληνικχιά... Εδανά μέσα οι αντιπάλοι είναι λιοντάργια εκ Μοζαμπίκης και Μποτσουάνας και λοιπής Αραπχιάς, ατάιστα για τέσσαρα τέρμινα, κχιάμα δεν είσ' αψύς και ολίγον τι φαρδοκώλης, κάπχοια στιγμή της άβριον θα σε κσεβράσει το κωλάντερό τους σε εξαιρετικώς δύσοζμον κατάστασις... Αφτά τα ολίγα και vae victis!»
Ωστόσο, για να τα λέμε όλα, το Κολοσσαίο, που φιλοξενούσε τέτοια κτηνώδη θεάματα, ήταν περισσότερο θέατρο και λιγότερο αθλητικό κέντρο. Ακόμη δε κι αν το θεωρήσουμε αθλητικό κέντρο, δεν ήταν το μεγαλύτερο της αρχαίας Ρώμης, όπως εμπειρικά νομίζεται. Μεγαλύτερο ήταν το λεγόμενο «Circus Maximus», όπου ελάμβαναν χώρα μόνο ιπποδρομίες. Ο ιππόδρομος αυτός χωρούσε περί τους 180.000 θεατές και στα λιγοστά του σημερινά απομεινάρια διαβάζει ακόμη κανείς κάτι σκαλισμένα «Σκόπα, σ’ αγαπάμε» και κάτι τέτοια, που αναφέρονται σε διακεκριμένους αθλητές εκείνου του καιρού. Να σημειώσουμε, επιπλέον, ότι η ιπποδρομοφιλία των Ρωμαίων μεταλαμπαδεύτηκε αργότερα και στους Βυζαντινούς, και ίσως στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που ήταν οικοδομημένος κατά το πρότυπο του Circus Maximus, σχηματίστηκαν οι πρώτες αθλητικές ομάδες του κόσμου, οι Βένετοι, οι Ρούσσοι, οι Πράσινοι και οι Λευκοί.
Το ερώτημα είναι: τι θα γράψει ο ιστορικός του μέλλοντος για το δικό μας αθλητικό και κυρίως το ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι; Θα αποτολμήσουμε μια πρόβλεψη και θα πούμε ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα μας βρει, εμάς τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ασχολούμενους με τα αθλητικά των αρχών της τρίτης μετά Χριστόν χιλιετίας, πολύ διαφορετικούς και από τους αρχαίους Έλληνες και απ’ τους Ρωμαίους και απ’ τους Βυζαντινούς.
Διαφέρουμε απ’ τους αρχαίους Έλληνες, γιατί εκείνοι προσπαθούσαν να διοχετεύουν την αντιπαλότητά τους στο γήπεδο, ώστε να μην τη διοχετεύουν αλλού. Εμείς παίρνουμε αφορμή απ’ τα εντός των γηπέδων και διαχέουμε την έχθρα μας εκτός˙ σε ιστότοπους, εφημερίδες, κανάλια, ενίοτε και σε γραφεία ανακριτών και εισαγγελέων. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να αξιώνουμε απ’ τους διοικητικούς επικεφαλής των ομάδων μας να προσλάβουν όχι επιθετικούς και χαφ και στόπερ και τερματοφύλακες, αλλά νομικούς συμβούλους και δημοσιογράφους! Τους ζητάμε να στήσουν όχι γήπεδα και χώρους άθλησης, αλλά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοσταθμούς! Και, φυσικά, καμιά νίκη δεν είναι αρκετή για να μας χαρίσει ικανοποίηση, αν δεν επιφέρει τον απόλυτο διασυρμό του αντιπάλου.
Διαφέρουμε και απ’ τους Ρωμαίους κυρίως κατά τούτο: Εκείνοι άφηναν τα λιοντάρια του Κολοσσαίου ενδεδυμένα με το φυσικό τους δέρμα, τη λεοντή. Δεν τα μασκάρευαν με μανδύες αργυρώνητων αρδάκων, μίσθαρνων προπαγανδιστών και λοιπών σαρκοβόρων θηρίων της σήμερον. Είχαν την αφοπλιστική ειλικρίνεια να ομολογούν ωμά και απροσχημάτιστα ότι διψούσαν για αίμα. Δεν υποκρίνονταν τους φορείς της ελευθεροτυπίας, τους λειτουργούς της δημοκρατίας, τους υπηρέτες της ενημέρωσης.
Διαφέρουμε, τέλος, και απ’ τους Βυζαντινούς, γιατί οι οπαδοί των δικών τους αθλητικών ομάδων ένωσαν κάποτε τις δυνάμεις τους ενάντια στον φορομπήχτη Ιουστινιανό και έγινε της... κυρίας με τα όλα της. Στα καθ’ ημάς οι ποικιλώνυμοι Ιουστινιανοί μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι.
Έχουμε, ευτυχώς, κάτι Απόστολους και κάτι μαουνιέρηδες, που μας μιλούν με αληθινή νοσταλγία για τους Σκόπες που γνώρισαν στον πολύχρονο οπαδικό τους βίο και για όσα πανέμορφα έζησαν κοντά στην ομάδα τους τότε που οι φίλαθλοι ήταν φίλαθλοι και τίποτε άλλο από φίλαθλοι. Έχουμε και τους οπαδούς απ’ τον απόδημο ελληνισμό, οι οποίοι, λόγω γεωγραφικής απόστασης, δεν παρακολουθούν τα τραγελαφικά που συμβαίνουν στην εδώ αθλητική (;) κονίστρα και κρατούν στην ψυχή τους την ομάδα τους ως ιερό κειμήλιο των παιδικών τους χρόνων στην πατρίδα. Έχουμε και τα παιδάκια του δημοτικού, που οι γονείς τους δεν τα αφήνουν να χαζολογούν στο διαδίκτυο, ούτε να πηγαίνουν μόνα τους στο σχολείο, ώστε να στέκονται μπροστά στις προθήκες των περιπτέρων και να διαβάζουν τα αθλητικά πρωτοσέλιδα. Έτσι εκείνα χαίρονται, βέβαια, όταν νικά η ομάδα τους, αλλά δεν χλευάζουν τον φίλο τους που υποστηρίζει άλλη ομάδα. Γιατί ξέρουν ότι αύριο ίσως είναι εκείνος με τους νικητές˙ γιατί ξέρουν ότι «άλλη ομάδα» δεν σημαίνει απαραιτήτως «πολυμίσητος εχθρός»˙ και γιατί ξέρουν, πάνω απ’ όλα, ότι ο φίλος τους, που σήμερα η ομάδα του έχασε, είναι πάντα φίλος τους. Ό,τι αρπάξουμε, παιδιά, απ’ αυτούς. Ό,τι αρπάξουμε...
Υγ: Συγγνώμες ζητώ. Πολλές συγγνώμες και για πολλούς λόγους, αλλά, αν δεν έκανα αυτήν την ανάρτηση, θα έσκαγα. Δεν το θεωρώ σκόπιμο να περάσει απ’ τον πίνακα του fb. Για μένα, ας μείνει σε ενδορατμικούς κύκλους, κι αν τη δουν οι πολύ δικοί μας, την κατεβάζω κιόλας. Αλλά πάλι ... ό,τι πουν τ’ αφεντικά. Εγώ πάντως ξεθύμανα.
- Εισέλθετε στο σύστημα ή εγγραφείτε για να υποβάλετε σχόλια
Σχόλια
Μπήκα προχθές Nissie για μια γρήγορη βόλτα και έπεσα πάνω στην ανάρτηση, έριξα μια ματιά «εις πλάτος» για να πάρω μια γεύση και να επιστρέψω αργότερα για το «εις βάθος» ξεκοκάλισμα. Όταν επέστρεψα ταξίδευε ήδη στον αχανή κυβερνοχώρο όπως γράφει και ο Κος Απόστολος, το ταξίδι κράτησε λίγο παραπάνω από το κανονικό , πολλές φουρτούνες θα σε ταλαιπώρησαν φίλε μου...
Επέστρεψες όμως, και έκανες πολύ καλά !
Ανέβασες δύο αναρτήσεις με τον τίτλο Ο,ΤΙ ΝΑ ΄ΝΑΙ. Αν και είναι ακριβώς ίδιες σε ότι έχει να κάνει με λέξεις, γραμματική, συντακτικό και νόημα η δεύτερη είναι πιο δυνατή από την πρώτη!
Ήταν πιο «συνειδητοποιημένη» και αρχιδάτη, πάλεψες με τους ενδοιασμούς σου και «κράτησες» όρθια την άποψη σου πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα...
Οι περισσότεροι εδώ μέσα είδαμε τον εαυτό μας ως πρωταγωνιστή στην ιστορία σου, για την ακρίβεια διαπιστώσαμε πως ανήκουμε στην σκοτεινή πλευρά της, και η αφεντιά μου συμπεριλαμβανομένη! Δεν είμαι ένας υγιής φίλαθλος σε καμία περίπτωση, φανατικός είμαι που γουστάρω να ταπεινώνεται ο αντίπαλος, να τον πατάμε ακόμα και όταν είναι πεσμένος (σε ομάδες φυσικά αναφέρομαι με τον όρο «αντίπαλος» και όχι σε φυσικά πρόσωπα ).
Παρόλα αυτά δεν νομίζω πως μπορεί να διαφωνήσει κανείς με την ανάρτηση του, είναι σωστή και γεμάτη υγεία χωρίς δεύτερη κουβέντα! ΟΛΟΙ συμφωνούμε σε αυτό αλλά πολλοί λίγοι θα καταφέρουμε να ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο...
Συνέχισε nissie να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα και αν ποτέ συναντήσεις φίλους που πλέουν μαζί με το ρεύμα απλά κόψε ταχύτητα, μην σταματήσεις...
Φιλαράκι μου ακριβό, κι εγώ φανατικός είμαι ο έρμος. Καμιά φορά (δηλαδή πολύ συχνά, για να μην πω πάντα) ό,τι λέω το λέω πρώτα προς εμένα! Λέω κάτι, για να το ακούσω ο ίδιος! Η παράνοια είναι κάπου εδώ κοντά - και με ψάχνει!
Μια μικρή εξήγηση για τους ΑΡΔ.
Ο ΑΣΤΥΛΟΣ δεν είναι "δικός" μας. Άρα δεν πρέπει να τον διαφημίσουμε.
Υ.Γ. Και πόσο μοιάζει ο ΘΡΥΛΟΣ με τον ΑΣΤΥΛΟ αλλά έχει όμως και μεγαλύτερη διάρκεια και δεν τίθεται θέμα καταγωγής.
Γεια σου, φίλε el trick, με τα ωραία σου!
Ωραία τα λές, σύγγαυρε nissie! Ωραία και, προ πάντων, ολυμπιακά! Και μην έχεις αγωνίες για το τί θα πει ο ένας και ο άλλος. Ο ιστότοπος των RATM είναι κυψέλη ελευθερίας. Αλίμονο, ολυμπιακοί είμαστε και γαύροι. Βράζει το αίμα που έχουμε στις φλέβες μας (δεν έχουμε γιαούρτι) και ξεσπάμε - όλων μας βράζει το αίμα, και όλοι μας ξεσπάμε. Και πολλές φορές θα συμβεί, από την αγάπη μας για τον Ολυμπιακό Σύνδεσμο Φιλάθλων Πειραιώς, να διαφωνήσουμε ή/και και να αρπαχτούμε. Είναι, βλέπεις, η πουτάνα η αγάπη για την ομάδα που μας σπρώχνει και σε... απονενοημένα διαβήματα. Αλλά γι' αυτό και δεν αντέχουμε την αισχρή προπαγάνδα των άλλων. Εκεί ακριβώς ξεχνάμε και τις όποιες διαφωνίες και τα τυχόν αρπάγματα και ομονοούμε - και τα λοιπά επί της οθόνης. Είσαι ωραίος, σύγγαυρε! Να γράφεις, να λες ό,τι σκέφτεσαι και να μη... σκέφτεσαι τίποτε άλλο! Σ' τα έχει πει, άλλωστε, και ο γκουρού Απόστολος, οπότε τί νυν;...
ΥΓ μόνο για τον nissio: Διόρθωσε ένα λαθάκι πληκτρολογήσεως: αντί gua γράψε qua. Κι επειδή μου έχεις επιτρέψει να σου λέω τη γνώμη μου για διάφορα γλωσσικά, ιδού το εκμεταλλεύομαι: στη λαϊκή γλώσσα τα τέρμινα είναι πάντοτε τρία (όχι, ας πούμε, τέσσερα, όπως γράφεις, οπότε και θα το διορθώσεις). Το "τρία" εν προκειμένω δεν είναι το αριθμητικό 3, αλλά αποτελεί έκφραση της πολύ μεγάλης ποσότητας (όπως σε άλλες περιπρωσεις το δώδεκα, το εκατό ακι το χίλια). Χαίρε, λιμαnissie!
Διόρθωσα τα ιταλικά τέρμινα, αποσυνδέοντάς τα απ' τους ελληνικούς "μήνες", με τους οποίους κακώς τα είχα συνδέσει, και τους πήρα και συμπάθιο, που για λίγο αμφισβήτησα την ετυμολογική τους πατρίδα. Αλλά τα άφησα "τέσσαρα" (σαν τα πέντε μέλη της τριμελούς επιτροπής), γιατί κάτι τέτοια τα ζητά η μητσάρειος. Το qua ασφαλώς αποκαταστάθηκε. Επί της ουσίας και αντί άλλης απάντησης, μαντινάς:
Εμίλησες κι εμύρισες κι η μυρωδιά σου βγαίνει
κι είναι η μιλιά σου ευωδιαστή και μοσχομυρισμένη.
Εμού το μαουνιέρου;! Μπράβο μοί γε!
Σιγά, μόνο "παρακαλώ να περάσει, δε βρίζω" δεν είπες ακόμα! Η διοίκησις είναι ανοιχτομάτα. θα το εκμεταλλευτώ κι εγώ συντόμως.
Καμιά φορά, Θωμά, φάσκουμε και αντιφάσκουμε, αυτοαναιρούμαστε, κάνουμε αυτοκριτική, αναδιπλωνόμαστε... Φυσιολογικά πράγματα είναι αυτά σ' έναν υγιή ζωντανό οργανισμό, όπως είναι το ράτμι.
φίλε nissie ,ξέρεις οτι σου έχω ιδιαίτερη αδυναμία (κυρίως λόγω των αναρτήσεών σου "ιστορίες γι αγρίους")
το ανωτέρω κείμενο όμως είναι μια de profundis κατάθεση που αξίζει ο καθένας μας να μελετήσει -αναλύσει
και ρωτώ εγώ ο μαλάκας
μπορεί κάποιο απο τα σημερινά ΑΡΔάκια που αρθρογραφούν-αφοδεύουν σε διάφορα ΜΜΕ να καταπιαστούν με κάτι παρόμοιο με την ίδια σοβαρότητα και πένα σαν τη δική σου?
οοοοοοοοχι βέβαια.Έχουμε ν ασχοληθούμε με τις παραγγελιές.Κι είναι πολλές οι γαμημένες.Κι είναι πολλά τα λεφτά Αρη.
ΑΛΗΤΕΣ ΡΟΥΦΙΑΝΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ
Αμοιβαία η αδυναμία, φίλε Ηλία. Είμαστε και χουλιγκάνια και λόγιοι και χουλ-λόγιοι και απ' όλα! Δεν μας πιάνει κανείς πουθενά, λέμε!
Πρόσεξα ότι αυτή σου η ανάρτηση, ΄΄παιχνίδισε΄΄ λίγο στον αφρό χτες, μετά καταδύθηκε φαίνεται και την έχασα, για να βγεί επί τέλους για τα καλά σήμερα μεσημέρι στην επιφάνεια και να ταξιδέψει στον αχανή κυβερνοχώρο, όπως μόνο αυτή ξέρει: σεμνή, μα και τόσο περήφανη μαζί...
Η ΄΄σαμπρέλα΄΄ πρέπει πού και πού ν΄αδειάζει από λίγο αέρα... Το ξέρεις. Γιαυτό μη διστάζεις, να ξαλαφρώνεις. Κρατιώνται καλύτερα έτσι οι ισορροπίες...
Πολύ ζέστη σήμερα. Κι εδώ... Ένα φραπεδάκι με παγάκια είναι ό,τι πρέπει τώρα...
Τίποτε δεν σου ξεφεύγει, Κέρβερε! Ξέρεις, πάντα ταλαντεύομαι: "να το πω; να μην το πω; μήπως δεν πρέπει; μήπως φάω ξύλο;".
Σ' ευχαριστώ πολύ για τα ζεστά λόγια και την ενθάρρυνση.