ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ, PART 23: "Έξω απ' το Σ.Ε.Φ."


Tags: -

            Την ιστορία που ακολουθεί δεν την έγραψα εγώ. Ο συγγραφέας της μού ζήτησε να τη χτενίσω, λέει, να τη διορθώσω, να τη λουστράρω και να την κάνω να μοιάζει με δική μου. Με τα χίλια ζόρια τον έπεισα ότι δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Έκανα βέβαια, το ομολογώ, κάποιες μικροεπεμβάσεις, αλλά με πολλή φειδώ. Κυρίως φρόντισα τη στίξη και γενικώς έβαλα το χεράκι μου μόνο εκεί όπου αυτό κρίθηκε σκόπιμο, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή σαφήνεια των γραφομένων, και με σταθερή μέριμνα να μην αλλοιωθεί, παρά μόνο κατά το ελάχιστο δυνατό, η γνησιότητα του πράγματος. Ο αφηγητής προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία του και η επιθυμία του είναι σεβαστή. Του οφείλουμε θερμές ευχαριστίες και, παρόλο που του τις εκφράσαμε κατ' ιδίαν, νιώθουμε την ανάγκη να τις επαναλάβουμε και από εδώ. Μόνο τόσα τα δικά μου. Εφεξής σε άλλον το βήμα.

           Παίζαμε με τον Πανιώνιο στο ΣΕΦ. Πότε; Τρέχα γύρευε. Εδώ δεν θυμάμαι τι έφαγα χθες. Στην πραγματικότητα, μπορώ να σου πω τι ρούχα φορούσα, τι καιρό είχε και τι ακριβώς κουβεντιάζαμε με τους φίλους μου, αλλά μη με ρωτήσεις οτιδήποτε έχει να κάνει με αριθμούς και τέτοια. Η ουσία είναι ότι δεν είχαμε εισιτήρια και ξεροσταλιάζαμε απ' έξω. Στην αρχή ήμασταν λίγοι, αλλά όσο περνούσε η ώρα αβγατίζαμε. Βλέπαμε μέσα τα κασκόλ να πηγαίνουν πέρα δώθε, ακούγαμε τις ιαχές και τα συνθήματα, και φούντωνε η λαχτάρα μας να μπουκάρουμε. Θέλαμε να πάρουμε κι εμείς μέρος στο νταλαβέρι, να ενωθούμε με τους πολλούς, να γίνουμε κομμάτι της ατμόσφαιρας που τώρα μόνο από απόσταση την ψιλομυρίζαμε. Μαθητές ήμασταν, γυμνάσιο πρέπει να πηγαίναμε, αρρωστάκια με τον Θρύλο. Μάλλον τότε πρωτοξεκινούσε η αληθινή αρρώστια, ξέρεις, η γηπεδική. Απ’ τις διάφορες καβάντζες των ρούχων και των παπουτσιών μας μόνο το ρημάδι το μαγικό χαρτάκι έλειπε. Όλα τ’ άλλα ήταν εκεί: πέτρες, δυναμιτάκια, καπνογόνα, ό,τι μπορείς να φανταστείς... Ο κολλητός μου ο Φώτης είχε κι ένα μπιστόλι, ξέρεις, από αυτά που ρίχνουν φωτοβολίδες.
         
Οι ελεγκτές των εισιτηρίων δεν ήταν και τόσο πρόβλημα αλλά οι ματατζήδες ήταν. Και δυστυχώς για μας, οι πρώτοι μάλλον επικοινωνούσαν με τους δεύτερους. Έξω απ' όποια θύρα μαζευόταν το μπουλούκι των τζαμπατζήδων, εκεί μαζεύονταν ως διά μαγείας και τα τυπάκια με τις ασπίδες και τα κράνη. Κάποτε η αγέλη μας μεγάλωσε τόσο, ώστε να νιώθουμε πως μπορούσαμε πια να παρασύρουμε κάθε εμπόδιο και να μπούμε στο γήπεδο νταηλίκι. Τα ΜΑΤ μαζεύτηκαν ξανά στην επίκαιρη θέση και έβαλαν τις ασπίδες τους τη μια δίπλα στην άλλη. Εμείς τους πλησιάζαμε, τους πετούσαμε καμιά πέτρα, κι όταν τους βλέπαμε να κάνουν βήματα αντεπίθεσης, τραβιόμασταν πίσω, προς το Δελφινάριο. Σε κάποιο απ’ τα πολλαπλά ντου, ο Μάρκος (ένα αλάνι, νομίζω, απ’ το Παλιό Φάληρο) πέταξε στα ΜAT ένα καπνογόνο που ήταν ληγμένο και έβγαζε πολλαπλάσια κάπνα απ’ την κανονική. Έτσι όπως άνοιξαν οι ασπίδες για να αποφύγουν τους καπνούς, κάμποσοι απ’ τους μπροστινούς του μπουλουκιού εκμεταλλεύτηκαν το ρήγμα και τρύπωσαν μέσα. Αλλά οι ασπίδες γρήγορα ξαναενώθηκαν, και όσοι δεν προλάβαμε την ανακατωσούρα και μείναμε στην απ’ έξω σκάσαμε απ’ τη ζήλια μας. H όλη φάση με τον Μάρκο έκανε τους ματατζήδες να μας πάρουν πολύ περισσότερο στα σοβαρά απ’ όσο μέχρι τότε. Αυξήθηκαν πολύ σε αριθμό και μας έκαναν ένα μεγάλο ντου και μας σκόρπισαν τελείως. Ακόμη και μηχανές βγήκαν στο κατόπι μας. Εγώ με τον κολλητό μου τον Φώτη φτάσαμε μέχρι το πρώτο ξύλινο γεφυράκι, ξέρεις ποιο σου λέω, κοντά στους κυματοθραύστες, εκείνο που ένωνε την καφετέρια «Thomas» με τον δρόμο του Τουρκολίμανου. (Η καφετέρια που τότε λεγόταν «Thomas» άλλαξε τα επόμενα χρόνια χίλιους ιδιοκτήτες και χίλια ονόματα. Τώρα σ’ εκείνο το σημείο δεν υπάρχει πια καμιά καφετέρια, αλλά το γεφυράκι είναι πάντα εκεί.  Έχει κι ένα περίπτερο απ’ τη μεριά της πιάτσας. Έψαξα μήπως βρω καμιά φωτογραφία του γεφυριού, αλλά δεν βρήκα. Αν βρεις εσύ, βάλε την στην ανάρτηση. Αλλιώς, βάλε το ΣΕΦ.) 
             
Εγώ κι ο Φώτης είχαμε καβαντζώσει τα κασκόλ και θέλαμε να περάσουμε τη γέφυρα, για να το παίξουμε τουρίστες του Τουρκολίμανου˙ ξέρεις, και καλά ότι δεν είχαμε καμιά σχέση με τα ντου. Το γεφύρι έκανε καμπύλη˙ μέχρι τη μέση ελαφρώς ανηφορικό και απ’ τη μέση και μετά κατηφόρα. Είχαμε φτάσει στο ψηλότερο σημείο του, όταν είδαμε να ανεβαίνει απ’ την άλλη μεριά ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Ήταν πιασμένοι αγκαζέ ˙ το αριστερό χέρι του παππού δεμένο με το δεξί της γιαγιάς, και με τα ελεύθερα χέρια τους κρατούσε ο πρώτος το προστατευτικό της γέφυρας και η δεύτερη ένα μπαστουνάκι. Ο παππούς λεβεντόγερος, με μουστακάκι λεπτό, το υπόλοιπο πρόσωπο φρεσκοξυρισμένο, και μαλλιά καλοχτενισμένα, κάτασπρα μεν αλλά πολύ πιο πυκνά απ’ τα δικά μου. Όχι τότε. Τότε είχα κι εγώ πυκνά, αλλά τώρα λέω «μακάρι να’ χα όσα του παππού κι ας ήταν κι εμένα κάτασπρα». Η γιαγιά αρχοντογυναίκα. Πρόσωπο φεγγάρι, παρά τις ρυτίδες. Κι οι δυο τους καθαροί και περιποιημένοι, ντυμένοι στην πένα. Ξέρεις, ήταν απ’ αυτούς τους ηλικιωμένους που τους βλέπεις και λες «μακάρι να ’χω κι εγώ τέτοια θωριά όταν γεράσω». Μας είδαν αναψοκοκκινισμένους απ’ την τρεχάλα και ο παππούς έπιασε την κουβέντα με τον Φώτη.
-
 «Σιγά, παιδιά μου, σιγά... Θα μας πάρετε σβάρνα κι εμάς τα σαπιοκάραβα, που δεν μπορούμε να πάρουμε τα πόδια μας».
«Ε, όχι και σαπιοκάραβα» του λέει ο Φώτης«Μια χαρά είστε».
«Γιατί τρέχετε έτσι; Πήγε κι ήρθε το γεφύρι...» 
«Μας κυνηγάνε οι μπάτσοι» απαντά ο Φώτης. Ο παππούς παραξενεύτηκε.
«Γιατί σας κυνηγάνε; Μήπως κάνατε καμιά μπαγαποντιά;»
«Θέλαμε να μπούμε στο γήπεδο και δεν μας αφήνουν».
Ξέρεις, ο Φώτης ντερέκι, ο παππούς λίγο καμπούρης. Για να βλέπει ο ένας το πρόσωπο του άλλου, έπρεπε ο πρώτος να σκύβει και ο δεύτερος να τεντώνει τον λαιμό του προς τα πάνω. Στο μεταξύ η γιαγιά, ξέπνοη απ' τον ανήφορο, εκμεταλλευόταν το κουβεντολόι ανάμεσα στον άντρα της και τον κολλητό μου για να παίρνει ανάσες. Ο παππούς έκανε μια τελευταία ερώτηση:
«Και γιατί δεν σας αφήνουν δηλαδή; Μήπως δεν έχετε εισιτήριο;»
Ξέρεις τώρα, η σιωπή μας προς απάντησή του. Τότε ο παππούς ξανακατέβασε τον λαιμό του και τα υπόλοιπα που είπε τα είπε σχεδόν μονολογώντας, ξέρεις, χωρίς να κοιτάει πια τον Φώτη:
«Ε, το σωστό, βέβαια, θα ήταν να έχετε εισιτήριο. Αλλά και τζάμπα να μπαίνατε, το ψωμί θα τους τρώγατε; Καλύτερα να σας άφηναν να μπείτε τζάμπα παρά να σκοτωθείτε πουθενά έτσι που τρέχετε σα δαιμονισμένοι...»
Κάπου εκεί τέλειωσε το λακριντί, και το ζευγαράκι μάς προσπέρασε και άρχισε να κατηφορίζει το δεύτερο μισό της καμπυλωτής γέφυρας. 


                 Ήμασταν πια μόνοι μας, εγώ κι ο Φώτης, κι είχαμε κάνει χίλια σουλάτσα εδώ κι εκεί, όταν μας βρήκαν κάτι άλλοι απ’ το μπουλούκι των τζαμπατζήδων
«Πού είστε, ρε μαλάκες, και σας ψάχναμε; Ελάτε, έφυγαν οι πολλοί μπάτσοι. Κάτι λίγοι έμειναν και τους έχουμε για πλάκα. Φώτη, βγάλε το μπιστόλι να τους την ξανακάνουμε όπως πριν ο Μάρκος...» Ο Φώτης ήταν κοφτός:
-
 «Δεν έχω κανένα μπιστόλι. Το πέταξα στη θάλασσα».
«Τι ’ναι αυτά που λες, ρε μαλάκα; Πού ’ναι το μπιστόλι;»
-
 «Το πέταξα στη θάλασσα είπα. Τελειώσαμε».
Το ύφος του ήταν τέτοιο, που τουλάχιστον για εκείνη την ώρα δεν άφηνε περιθώριο για περαιτέρω ερωτήσεις. Ξέρεις, ήταν και ντερέκι...

            Όλο εκείνο το μπουλούκι βρήκε τελικά τρόπο και μπήκε στο γήπεδο, έστω και προς το τέλος του αγώνα. Εγώ κι ο Φώτης καταλήξαμε καθισμένοι στους κυματοθραύστες, καπνίζοντας και μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Είχα μείνει κι εγώ με την απορία για την τύχη του μπιστολιού αλλά απέφευγα να το σκαλίσω το θέμα, γιατί ο Φώτης δεν φαινόταν ορεξάτος να ξαναμιλήσει γι’ αυτό. Κάποια στιγμή, όμως, δεν άντεξα και τον ρώτησα:
«Αλήθεια τώρα, ρε μαλάκα, τι το έκανες το μπιστόλι;» Νόμιζα ότι σ' εμένα θα έλεγε κάτι διαφορετικό από εκείνο που είχε πει στους άλλους, αλλά αυτός μου είπε ακριβώς το ίδιο:
-
«Το πέταξα στη θάλασσα.»
- «Και γιατί;» επέμεινα εγώ με το θάρρος που μου έδινε η φιλία μας. (Ξέρεις, μαζί είχαμε μεγαλώσει στο Κερατσίνι. Γειτονάκια και συμμαθητές ήμασταν - πες αδέρφια κι είσαι μέσα. Απ' το νήπιο και μετά πάντα μαζί. Στο ίδιο θρανίο καθόμασταν. Μυστικά δεν είχαμε.) Τότε μου είπε κάτι που δεν είναι εύκολο να το θυμηθώ ακριβώς αλλά θα το πω όσο μπορώ καλύτερα:
«Άκου» μου λέει. «Όσο είχα το μπιστόλι πάνω μου, είχαν δίκιο οι μπάτσοι που δεν μας άφηναν να μπούμε, και είχε άδικο ο παππούς που το νόμιζε καλύτερο να μας άφηναν. Δηλαδή οι μπάτσοι ήταν οι έξυπνοι που ήξεραν την κατάσταση, και ο παππούς ήταν το κορόιδο που δεν ήξερε τίποτα. Απ’ τη στιγμή που το πέταξα και μετά, έγινε ο παππούς ο έξυπνος και οι μπάτσοι τα κορόιδα. Γι’ αυτό το πέταξα. Για να πάρω το δίκιο απ’ τους μπάτσους και να το δώσω στον παππού».


           Δεν σου λέω, ρε Νίσσιε, ότι και καλά εκείνη τη μέρα είδαμε το φως το αληθινό και ότι δήθεν άλλαξε η ζωή μας. Αμέτρητα καραγκιοζιλίκια κάναμε και μετά από τότε. Αλλά δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό ότι, αν ήταν, φερ’ ειπείν, να σοβαρευτούμε μετά από δέκα χρόνια, η συζήτηση με εκείνον τον παππού σαν να επιτάχυνε κάπως τις εξελίξεις κι έφερε την ωρίμασή μας λίγο πιο κοντά. Λες και, περνώντας τότε το καμπυλωτό ξύλινο γεφυράκι, δεν ήταν μόνο το «Thomas» αυτό που αφήναμε πίσω μας.

ΥΓ: Αφιερώνω την ιστοριούλα στο κολλητάρι μου τον Φώτη, που είμαστε ακόμη αχώριστοι και πάμε πάντα μαζί σε όλα τα εντός έδρας παιχνίδια του Θρύλου, ποδόσφαιρο και μπάσκετ, με τα διαρκείας μας πλέον. Κι άμα δεν μπορούμε να πάμε εμείς, τα δανείζουμε σε τίποτα πιτσιρίκια απ' τη γειτονιά, να μην κάθονται να ξεροσταλιάζουν απ' έξω. 

Σχόλια

Εικόνα thita

φιλε μου μην λες τέτοια, αγχώνομαι και θα αλλάξω nick ε χαχαχα, να είσαι καλά, ίσως σου στείλω και εγώ μια ιστορία για αγρίους, αρκεί να θυμηθώ ένα όνομα, από θεσσαλονίκη, πιο συναινετική παρά καταγγελτική, κι ας στεναχωρηθούν λίγο κάποια αλάνια μάχιμοι εδώ

Εικόνα Chief Bromden

Φίλε Nissie πρώτη φορά ΘΡΥΛΟ από κοντά είδα σε αγώνα μπάσκετ στο ΣΕΦ με τον Πανιώνιο!!!
Την χρονιά του Τελ Αβίβ. Με Ζάρκο, Τάρπλεϊ κλπ, ίσως ο φίλος να μιλάει για το ίδιο παιχνίδι...
Ήμουν 9 χρονών και σε επαρχία, είχα πρήξει τον πατέρα μου να με πάει σε αγώνα (το μουσείο της ακρόπολης δεν είχε ανοίξει ακόμα), το μπάσκετ του φάνηκε πιο ασφαλές. Δεν ξέρω αν ο πατέρας μου φανταζόταν την συνέχεια...
Ακολούθησε το ποδόσφαιρο, τα καράβια, τα αεροπλάνα, οι βροχές, η ορθοστασία και άλλα πολλά, αλλά πάντα το χαιρόταν...

Για το τεχνικό μέρος που σε απασχολεί να ακολουθήσεις την συμβουλή του επιστήμονα του RATM Κου Απόστολου , ο ΄΄δεγαμιετισμός΄΄ σώζει ζωές!

Εικόνα thita

ρε τσίφη, τόσο νιάτο είσαι??? σε είχα πιο μεγάλο, βάσει γραφής εννοώ, respect

Εικόνα nissios

Πού 'σαι συ, ρε ατιμάντρα; Πού 'σαι, ρε προδότη, που μούφυες και με απαράτεψες και δε μούστειλες ούλο το θέρος ουτ' ένα σήμα καπνού ρε να χω κάτι να απασχολούμαι, ρε παλιοχαρακτήρα... Άλλα έχε χάρη ρε που σούχω πελώργια αδυναμία κιό,τι και να μου κάνεις το δέχουμαι αδιαμαρτύρεφτα. Γιατί είσαι ο Τσίφης!

Εικόνα μαουνιέρης

Ωραία πράματα - γαυρικά!

Εικόνα nissios

Χαίρε, δας ανέσπερε! Συμπάθει μου το θάρσος αλλά θα σου υποδείξω και κατιτίς άλλο που, επειδής σε ξέρω κομμάτι, πιθανολογώ ότι θα σ' αρέσει:
http://www.redsagainsthemachine.gr/articles/150810/istories-gia-agrioys-...

Εικόνα thita

Καλώς μας επέστρεψες φίλε,

οπως πάντα,γλυκόπικρες ιστορίες που αφήνουν κάτι να σκεφτεί ο καθένας,μικρός η μεγαλος

Εικόνα nissios

Γεια σου, Θήταρε, που είσαι μεταγραφή αεροδρομίου για τον ιστότοπα!

Εικόνα REDNYC

RE NISSIE, ME ESTEILES ME THN FOTOGRAFIA! MILAME ME PHGES 25 XRONIA PISW, ARXES DEKAETIAS TOU 90 OTAN PHGAINONTAS GIA TO SEF PERNAGA THN GEFYROULA...APENANTI APO THN GEFYROULA DEN EIXE TA MAGAZIA POU EXEI SHMERA...KATI PATSATZIDIKA EIXE KAI KATI TELEIWMENES TAVERNES....EPOXH ATHOOTHTAS FILE....

Εικόνα nissios

Γεια σου, φίλε μας ξενιτεμένε. Θα σου ευχόμουν γρήγορη επιστροφή στα πάτρια, αλλά με αυτό το χάλι που έχουν τώρα τα πάτρια, μάλλον καλά είσαι εκεί που είσαι...

Εικόνα apostolos gaganis

Να, αυτά κάνετε εσύ και τα φιλαράκια σου και...εεε...ξέρεις... Στο τέλος θα με καταντήσετε σαν και΄κείνο το...δοχείο των δακρύων που ζήταγε ο Νέρωνας-Πίτερ Ουστίνωφ για να κλάψει τον φίλο του τον Πετρώνιο-Λέο Γκεν, όταν έμαθε την αυτοκτονία του, στην περιβόητη ταινία του΄51 ΄΄ΚΒΟ ΒΑΝΤΙΣ΄΄...

Εικόνα nissios

Απόστολε, ξέρω πως το θέμα δεν είναι της ειδικότητάς σου με τη στενή έννοια, αλλά ξέρω επίσης ότι η ευρυμάθειά σου είναι τέτοια, ώστε να μπορείς να εκφέρεις έγκριτη άποψη σχεδόν επί παντός επιστητού. Σου κάνω, λοιπόν, μια ερώτηση ψυχολογικής φύσης (ναι, όπως το γράφω: "ψυχολογικής" και όχι "ψυχικής". "Ψυχική" και όχι "ψυχολογική" είναι η κατάσταση, καλή ή κακή, στην οποία βρισκόμαστε. Ο λόγος περί ψυχής είναι η "ψυχολογία" και η ερώτηση μου είναι "ψυχολογική"):

Το υστερόγραφο της ανάρτησης οφείλει να είναι κι αυτό πλαγιασμένο, όπως είναι και το κύριο σώμα του κειμένου, και όχι όρθιο όπως είναι τώρα. Επιπλέον, τα κενά μεταξύ των παραγράφων, όπου κρίνεται σωστό να υπάρχουν ώστε να δηλώνεται γραφικά η αλλαγή δραματικού χώρου ή χρόνου ή προσώπων (μ' έναν λόγο: αλλαγή σκηνής), πρέπει να έχουν σταθερό πάχος κι όχι να είναι άλλα έτσι και άλλα αλλιώς. Επίσης, η εσοχή στο ξεκίνημα κάθε παραγράφου οφείλει να έχει πάντα το ίδιο βάθος κι όχι να προχωράει όσο θέλει αυτή, όπως συμβαίνει τώρα. Δοκιμάζω την "επεξεργασία", δοκιμάζω την "προεπισκόπηση", δεν γίνεται τίποτα. Είμαι να σκάσω, ενώ γνωρίζω ότι με τέτοιους βυζαντινισμούς δεν θα ασχολούνταν ποτέ ένας υγιής και ισορροπημένος άνθρωπος. Και σε ρωτώ: Υπάρχει σωτηρία; Έχεις τίποτε να προτείνεις; Χάρη στο ζητώ.

Εικόνα apostolos gaganis

Στο τεχνικό μέρος, δεν μπορώ να βοηθήσω. Είναι γνωστό τοις πάσι πως είμαι σκράπας. Στο άλλο, στο ψυχολογικό μέρος, να σου πω εγώ τί θα΄κανα. Θα ρώταγα κάποιον, αν μπορούσα, που ξέρει. Ξέρει από δακτυλογράφηση κειμένων. Θα του΄λεγα τί προβλήματα έχω και θα του ζήταγα να μου πει πέντε ΠΡΑΚΤΙΚΑ πράγματα για να γράφω σωστά. Τα μαθήματα απ΄το Ιντερνετ, με κουράζουν. Θέλω μασημένη τροφή. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Αν δεν μπορούσα να βρω λύση, θα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ν΄ασπαστεί τον ΄΄δεγαμιετισμό΄΄... Χρειάζεται, όπως ξέρεις, στη ζωή μας, ειδικά για ορισμένα... Χαρίζει εξάλλου μακροζωϊα... Στα λέω εγώ αυτά, που η τελειομανία της πρώτης και δεύτερης ( και...τρίτης ) νιότης μου με βασάνιζε(-ει) νύχτες και νύχτες σε κάθε μου πνευματική, αλλά και σε ορισμένες κοινές χειρονακτικές, δουλειά... Αρρώστια. Αγιάτρευτη. Και να μην τα παρατάω... Στο τέλος, κι αφού είχα προσπαθήσει του κερατά, ή παραδινόμουνα ή επιχειρούσα να ξεπεράσω το πρόβλημα με κάποιο κόλπο. Κάποιο τρικ. Όπου ΄΄σήκωνε΄΄. Κι είχε αποτέλεσμα μερικές φορές. Τα...υπόλοιπα, από κοντά. ΗΓΓΙΚΕ ΓΑΡ Η ΗΜΕΡΑ...

Υ.Γ. Έχε υπόψη σου ότι απ΄όσα προβλήματα μου περιέγραψες, του λόγου μου δεν πήρα πρέφα ΚΑΝΕΝΑ. Ρούφηξα το κείμενο σου, το καταφχαριστήθηκα και μετά, αφού μου εξομολογήθηκες τα...πάθη σου, ξαναγύρισα πίσω και τα πρόσεξα. Αλλιώς... Ίσως αυτό να΄ναι και φάρμακο στην περίπτωσή ΜΑΣ. Όταν το περιεχόμενο ΄΄γαμάει΄΄, όλα τ΄άλλα πάνε περίπατο... Σκέψου κάτι ανάλογο σε γυναίκα...

Εικόνα savvas gridlock

Παιξε μπαλα με την στοιχιση κειμενου στην επεξεργασια. Με στοιχιση αριστερα, πετας ολο το κειμενο ή το επιλεγμενο κειμενο που εχεις μαρκαρει μια κλοτσια αριστερα.

Εικόνα ze ηλιας

Καλό φθινόπωρο φίλε.
Νομίζω οτι λίγο πολύ όλοι μας έχουμε περάσει κάτι παρόμοιο που μας έκανε να δούμε και να σκεφτούμε κάπως διαφορετικά τα πράγματα.
Αναμένουμε και νέες ιστορίες.

Εικόνα nissios

Καλό φθινόπωρο, Ηλία. Εντάξει, γίνανε 23, πόσες να γίνουν πια; Πρέπει να προσέξουμε κιόλας να μην υπονομεύσει η ποσότητα την ποιότητα και ξεφτίσει το πράμα. Είναι και η αυτολογοκρισία που τα κόβει τα πολλά, καταλαβαίνεις...

Εικόνα jdancer7

Η συγκεκριμένη ιστορία δεν είναι "για αγρίους". Είναι ιστορία "coming of age" που λέμε και σε άπταιστα ελληνικά. Έτσι γίνεσαι από θερμοκέφαλος ανεγκέφαλος πιτσιρικάς σε σκεπτόμενο και ώριμο άνθρωπο που ναι μεν έχει πάθος και κάψα για αυτό που λατρεύει αλλά αυτά τα χρησιμοποιεί προς όφελός του και όχι για την καταστροφή του.

Εικόνα nissios

Γεια σου, ΚΥΡΙΕ χορευτά! Ορθώς απεφάνθης.

Εικόνα pantzo

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΟΙΚΗΣ) ΣΚΕΨΗΣ...

ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΚΑΡΟ...

Εικόνα nissios

Συγκινητικές κουβέντες είναι τα σχόλιά σου, φιλαράκι μου. Σ' ευχαριστούμε πάρα πολύ κι εγώ και ο φίλος που μου έστειλε την ιστορία...

Εικόνα jorge rojo

Ωραία επάνοδος Νίκο. Απλή, ζεστή και πολύ άμεση ιστορία. Νάσαι καλά εσύ και ο φίλος σου που στη μετέφερε.

Εικόνα nissios

Γεια σου, Γιώργαρε. Θα τα πούμε.